λειτουργία Greek - Norwegian
1.
-
Greekλειτουργία
2.
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
3.
-
Greekλειτουργία
4.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
5.
-
Greekλειτουργία
6.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
7.
-
Greekλειτουργία
8.
-
Greekλειτουργία
9.
-
Greekλειτουργία
10.
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
11.
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
-
Greekλειτουργία
-
Norwegianfunksjon
12.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
English translator: Greek Norwegian λειτουργία Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare