λειτουργία Greek - Portuguese
1.
-
Greekλειτουργία
-
Portugueseculto
2.
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
3.
-
Greekλειτουργία
-
Portugueseculto
4.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
5.
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefuncionalidade
6.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
7.
-
Greekλειτουργία
-
Portugueseculto
8.
-
Greekλειτουργία
-
Portugueseoperação
9.
-
Greekλειτουργία
-
Portugueseliturgia
10.
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
11.
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
-
Greekλειτουργία
-
Portuguesefunção
12.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
English translator: Greek Portuguese λειτουργία Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare