λειτουργία Greek - Macedonian
1.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianбогослужба
2.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianфункција
-
Greekλειτουργία
3.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianбогослужба
4.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
5.
-
Greekλειτουργία
6.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
7.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianбогослужба
8.
-
Greekλειτουργία
9.
-
Greekλειτουργία
10.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianфункција
-
Greekλειτουργία
11.
-
Greekλειτουργία
-
Macedonianфункција
-
Greekλειτουργία
12.
-
Greekθέτω σε λειτουργία
English translator: Greek Macedonian λειτουργία Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare