action Greek - Slovene
1.
-
Greekεπεξεργάζομαι, κατεργάζομαι
2.
3.
4.
-
Greekδιακόπτω
5.
-
Greekσυμπεριφορά
6.
7.
-
Greekαπόσταση
8.
-
Greekθαρραλέος
9.
-
Greekερεθισμός
10.
-
Greekδολιοφθορά
-
Slovenesabotáža
11.
12.
-
Greekπρακτικός
13.
-
Greekμετασχηματίζω
14.
-
Greekηθικός
15.
-
Greekανθίσταμαι
-
Greekαντιστέκομαι, ανθίσταμαι
16.
17.
-
Greekιδιοτροπία
18.
-
Greekβλέμμα
19.
20.
-
Greekcheckκαθιστώ ικανό
21.
-
Greekχασμουρητό
22.
23.
24.
-
Greekαρχή
25.
-
Sloveneaktíven, dejáven
-
Sloveneaktíven, dejáven
26.
-
Greekαποκερματισμός
27.
-
Greekβλέμμα
28.
-
Greekαναποφασιστικότητα
29.
30.
-
Greekσχέδιο
31.
-
Greekενεργοποιώ
-
Greekενεργοποιώ (
32.
-
Greekσενάριο
33.
34.
-
Greekεξαφάνιση
35.
-
Greekαρχή
36.
-
Greekασκώ
37.
-
Greekαντίμετρο
38.
-
Greekτακτική
39.
40.
-
Slovenevzdržati se
41.
-
Greekκόψιμο
42.
-
Greekαλληλεπίδραση
-
Greekαλληλεπίδραση
43.
-
Greekέξοδος
44.
-
Greekχρονοτριβώ, καθυστερώ
45.
-
Greekκαλλιγραφία
46.
-
Greekηθικός
47.
-
Greekεισβολήεπιδρομή
48.
-
Greekδιάβρωση
49.
-
Greekεκδίκηση
-
Slovenemaščevanje
-
Greekεκδικούμαι
50.
English translator: Greek Slovene action Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare