action Greek - Arabic
1.
-
Greekεπεξεργάζομαι, κατεργάζομαι
2.
3.
4.
5.
-
Arabicعطالة
6.
-
Greekσυμπεριφορά
7.
8.
9.
10.
-
Greekερεθισμός
11.
-
Arabicأَعْمَال تَخْرِيبِيَّة
-
Greekδολιοφθορά
12.
-
Arabicتَرَدَّدَ
13.
-
Greekπρακτικός
14.
-
Greekμετασχηματίζω
15.
-
Greekηθικός
16.
-
Greekανθίσταμαι
-
Arabicقَاوَمَ
-
Greekαντιστέκομαι, ανθίσταμαι
17.
-
Greekπράξη
18.
-
Greekιδιοτροπία
19.
-
Greekβλέμμα
20.
21.
-
Greekcheckκαθιστώ ικανό
22.
-
Arabicحَدِيث
23.
-
Arabicتَثَاؤُب
-
Greekχασμουρητό
24.
-
Arabicدَوْر
25.
26.
-
Arabicغَزْواِنْتِهَاك
-
Greekεισβολή
27.
-
Greekαρχή
28.
-
Arabicشَغَّال, عَامِل
-
Arabicحَرِك
29.
-
Greekαποκερματισμός
30.
-
Greekβλέμμα
31.
-
Greekαναποφασιστικότητα
32.
33.
-
Greekσχέδιο
34.
-
Arabicفَعَّلَ
-
Greekενεργοποιώ
-
Greekενεργοποιώ (
35.
-
Arabicسِينَارْيُو
-
Greekσενάριο
36.
-
Greekμετοχή
37.
-
Greekεξαφάνιση
38.
-
Arabicوَكَالَة
39.
-
Greekαρχή
40.
-
Greekασκώ
41.
-
Greekαντίμετρο
42.
-
Arabicقَطْرَة فِي الْمُحِيط
43.
44.
-
Greekπράξη
45.
-
Greekκόψιμο
46.
-
Arabicneeded
-
Greekαλληλεπίδραση
-
Arabicneeded
-
Greekαλληλεπίδραση
47.
-
Greekέξοδος
48.
-
Arabicسوف
-
Greekχρονοτριβώ, καθυστερώ
49.
-
Arabicخَطّ
-
Greekκαλλιγραφία
50.
-
Greekηθικός
51.
-
Greekεισβολήεπιδρομή
52.
-
Greekδιάβρωση
53.
-
Arabicثَأْر
-
Greekεκδίκηση
-
Greekεκδικούμαι
54.
English translator: Greek Arabic action Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare