προς Greek - Latin
1.
2.
-
Greekβλέπω qualifier
-
Latindo
3.
-
Greekβλέπω qualifier
-
Latindo
4.
-
Greekσε σχέση με, εν σχέση προς
5.
-
Greekπρος τα δεξιά
6.
7.
8.
-
Greekεκείσε, προς τα εκεί
-
Latineo, illuc, istuc
9.
-
Greekπρος τα εκεί, εκείσε
-
Latinillūc, eode
10.
-
Greekπρος τα πίσω
11.
-
Greekλήμμα προς επέκταση
12.
-
Greekπρος τα εμπρός
13.
-
Greekλέξη προς λέξη, επί λέξη, κατά λέξη
14.
-
Greekπρος τα πίσω
-
Greekπρος τα πίσω
15.
-
Greekπρος τα πίσω
-
Greekπρος τα πίσω
English translator: Greek Latin προς Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare