προς Greek - Catalan
1.
2.
-
Catalanencarar
-
Greekβλέπω qualifier
3.
-
Catalanencarar
-
Greekβλέπω qualifier
4.
-
Greekσε σχέση με, εν σχέση προς
5.
-
Greekπρος τα δεξιά
6.
7.
8.
-
Greekεκείσε, προς τα εκεί
9.
-
Greekπρος τα εκεί, εκείσε
10.
-
Greekπρος τα πίσω
11.
-
Catalanesborrany
-
Greekλήμμα προς επέκταση
12.
-
Greekπρος τα εμπρός
13.
-
Greekλέξη προς λέξη, επί λέξη, κατά λέξη
14.
-
Greekπρος τα πίσω
-
Greekπρος τα πίσω
15.
-
Greekπρος τα πίσω
-
Greekπρος τα πίσω
English translator: Greek Catalan προς Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare