клавіату́ра Greek
0 translations
| Translation | Context | Audio |
|---|---|---|
|
πληκτρολόγιο
common
🇺🇦 Я купив нову клавіатуру
🇬🇷 Έχω αγοράσει νέο πληκτρολόγιο
🇺🇦 Клавіатура для комп’ютера зламалася
🇬🇷 Το πληκτρολόγιο του υπολογιστή χάλασε
|
technical | |
|
πληκτρολόγιο
common
🇺🇦 Напиши на клавіатурі
🇬🇷 Γράψε στον πληκτρολόγιο
🇺🇦 Він швидко натискає на клавіатуру
🇬🇷 Αυτός πληκτρολογεί γρήγορα
|
everyday use | |
|
πληκτρολόγιο
common
🇺🇦 Використовуйте клавіатуру для введення даних
🇬🇷 Χρησιμοποιήστε το πληκτρολόγιο για την εισαγωγή δεδομένων
🇺🇦 Технічне описання клавіатури
🇬🇷 Τεχνική περιγραφή του πληκτρολογίου
|
formal | |
|
πληκτρολόγιο
slang
🇺🇦 Зламав клавіатуру
🇬🇷 Έσπασε το πληκτρολόγιο
🇺🇦 Зараз онлайновий чат без клавіатури
🇬🇷 Τώρα η διαδικτυακή συνομιλία χωρίς πληκτρολόγιο
|
slang |