строи́телство Greek
0 translations
| Translation | Context | Audio |
|---|---|---|
|
κατασκευαστική βιομηχανία
formal
🇪🇸 El sector de la construcción está creciendo rápidamente
🇬🇷 Ο τομέας των κατασκευών αναπτύσσεται γρήγορα
🇪🇸 La construcción de edificios es importante para la economía
🇬🇷 Η κατασκευή κτιρίων είναι σημαντική για την οικονομία
|
formal | |
|
κατασκευαστική
common
🇪🇸 Empresa dedicada al строи́телство
🇬🇷 Εταιρεία που ασχολείται με την κατασκευή
🇪🇸 El arquitecto trabaja en el строи́телство de puentes
🇬🇷 Ο αρχιτέκτονας εργάζεται στην κατασκευή γεφυρών
|
technical | |
|
δομική εργασία
common
🇪🇸 La construcción de la casa fue rápida
🇬🇷 Η οικοδομική εργασία ήταν γρήγορη
🇪🇸 Necesitamos contratar a alguien para el строи́телство
🇬🇷 Χρειαζόμαστε κάποιον για την οικοδομική εργασία
|
everyday use | |
|
κατασκευαστική δραστηριότητα
formal
🇪🇸 La empresa se dedica al строи́телство internacional
🇬🇷 Η εταιρεία ασχολείται με την διεθνή κατασκευή
🇪🇸 El sector del строи́телство es clave para la inversión
🇬🇷 Ο τομέας των κατασκευών είναι κλειδί για τις επενδύσεις
|
business |