日焼けする日に焼ける Greek
4 translations
| Translation | Context | Audio |
|---|---|---|
|
μαυρίζω από τον ήλιο
common
🇯🇵 日焼けする
🇬🇷 Μαυρίζω από τον ήλιο
🇯🇵 彼は夏に日焼けする
🇬🇷 Το καλοκαίρι μαυρίζει από τον ήλιο
|
everyday use | |
|
εκτίθεμαι στον ήλιο και μαυρίζω
common
🇯🇵 日に焼けする
🇬🇷 Εκτίθεμαι στον ήλιο και μαυρίζω
🇯🇵 夏の間に日焼けする
🇬🇷 Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού εκτίθεμαι στον ήλιο και μαυρίζω
|
formal | |
|
προκαλώ το μαύρισμα (από τον ήλιο)
rare
🇯🇵 日焼けする
🇬🇷 Προκαλώ το μαύρισμα από τον ήλιο
🇯🇵 Ηλιακή έκθεση προκαλεί την ημέρωση
🇬🇷 Ηλιακή έκθεση προκαλεί το μαύρισμα
|
technical | |
|
έχω μαυρίσει από τον ήλιο
common
🇯🇵 日に焼ける
🇬🇷 Έχω μαυρίσει από τον ήλιο
🇯🇵 夏に日焼けする
🇬🇷 Το καλοκαίρι έχω μαυρίσει από τον ήλιο
|
everyday use |