όπως Greek - Thai
1.
-
Greekούτως ή άλλως, όπως και να έχει, εν πάση περιπτώσει, έτσι κι αλλιώς
2.
3.
4.
-
Greekόπως
5.
6.
-
Greekόπως
7.
8.
9.
-
Greekόπως
10.
-
Greekόπως στρώσεις, θα κοιμηθείς
11.
-
Greekόπως και να έχει
12.
13.
English translator: Greek Thai όπως Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare