προσδιορίζω Greek - Swedish
1.
-
Greekορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
2.
-
Greekπροσδιορίζω
3.
-
Greekορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
4.
-
Greekμετατρέπω, προσδιορίζω
English translator: Greek Swedish προσδιορίζω Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare