comum Greek - Slovak
1.
-
Greekκοινοτοπία
-
Greekκοινοτοπία
2.
-
Slovakčajka smejivá
3.
-
Greekκοινός
4.
-
Greekκοινή λογική
5.
-
Greekκοινό ουσιαστικό
6.
-
Greekπτεροφάλαινα
7.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
8.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
9.
10.
-
Greekπεταλούδα
11.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
12.
-
Slovaksedmokráska
13.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
14.
-
Greekαγριοπερίστερο
-
Slovakholub skalný
English translator: Greek Slovak comum Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare