comum Greek - Chinese
1.
-
Greekκοινοτοπία
-
Greekκοινοτοπία
2.
-
Chinese红嘴鸥
3.
-
Greekκοινός
4.
-
Greekκοινή λογική
5.
6.
-
Greekκοινό ουσιαστικό
7.
-
Greekπτεροφάλαινα
8.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
9.
10.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
11.
12.
-
Greekπεταλούδα
13.
14.
15.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
16.
17.
18.
19.
20.
-
Greekκοινός
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
21.
22.
23.
-
Greekαγριοπερίστερο
English translator: Greek Chinese comum Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare