στρατιωτικός Greek - Russian
1.
2.
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный, во́инский
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный
3.
-
Greekστρατιωτικός νόμος
-
Russianвое́нное положе́ние
4.
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный, во́инский
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный
5.
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный, во́инский
-
Greekστρατιωτικός
-
Russianвое́нный
English translator: Greek Russian στρατιωτικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare