θέση Greek - Norwegian
1.
2.
-
Greekθέσηιδιότητα
3.
4.
-
Greekάποψηθέση
-
Greekάποψηστάση
5.
-
Greekπρόταση
6.
-
Greekθέση
7.
8.
9.
10.
11.
-
Greekάποψηθέση
-
Greekάποψηστάση
12.
13.
-
Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Norwegiansted
14.
-
Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Norwegiansted
15.
-
Greekθέση
16.
17.
-
Greekτοποθεσία
English translator: Greek Norwegian θέση Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare