käyttää Greek - Kazakh
1.
-
Greekφορώ
2.
-
Greekπροβάλλω αρνησικυρία, προβάλλω βέτο
3.
-
Greekκερδίζω
4.
-
Greekαναβράζω, ζυμώνω
5.
6.
-
Greekχρησιμοποιώ
7.
-
Greekμεταχειρίζομαι
8.
-
Greekχρησιμοποιώ
-
Kazakhқолдану
9.
-
Greekξοδεύω
10.
-
Greekκακοποιώ, ασελγώ
11.
-
Greekχρησιμοποιώ
English translator: Greek Kazakh käyttää Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare