συντηρητικός Greek - Georgian
1.
-
Georgianმემარჯვენე
-
Greekσυντηρητικός, δεξιός
2.
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
-
Greekσυντηρητικός
3.
-
Greekσυντηρητικός
English translator: Greek Georgian συντηρητικός Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare