ερευνητής Greek - Bulgarian
1.
-
Bulgarianдетекти́в
-
Greekαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Bulgarianразузнавач
-
Greekερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
2.
-
Greekερευνητής
3.
-
Bulgarianдетекти́в
-
Greekαστυνομικός ερευνητής, ερευνητής
-
Bulgarianразузнавач
-
Greekερευνητής, ιδιωτικός ερευνητής
English translator: Greek Bulgarian ερευνητής Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare