handle Norwegian - Greek

1.

  • Greekπραγματεύομαι


  • Greekφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

  • Norwegianbehandle


  • Greekυποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός

  • Norwegianbehandle


2.


3.


4.


5.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


6.


7.

  • Norwegianhåndtere, klare


8.


9.


10.


11.


12.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


13.


14.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


15.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


16.


17.


18.

  • Norwegian


19.


20.


21.


22.

  • Greekπαίζω με, σκέπτομαι να


23.


24.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


25.


26.


27.





English translator: Norwegian Greek handle  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare