puta Lithuanian - Greek
1.
-
Greekπαλιογυναίκα
2.
3.
-
Greekσκατά
4.
-
Greekμουνί
5.
6.
-
Greekqualifierel
-
Greekqualifierel
7.
-
Greekκάθαρμα, καθίκι, αλήτης, τομάρι, λέχρίτης, πουτάνας γιε
8.
-
Greekπουτάνα
9.
-
Greekγαμώτο
10.
-
Greekκαριόλης, παλιογαμιόλης, παλιοπαπάρας, μαλάκας
11.
-
Greekμπάσταρδος
-
Greekπαλιόφιλος
12.
-
Greekκαριόλα
13.
-
Greekεμφανίζομαι
14.
15.
-
Greekπουτάναπόρνη
-
Lithuaniankekšė
-
Greekπουτάνα
-
Greekεκπορνεύομαι
16.
-
Greekγαμημένος
17.
-
Greekπηγάζω
18.
-
Greekτσούλα
19.
-
Greekκαθ' όλη τη διάρκεια
English translator: Lithuanian Greek puta Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare