excessive Latin - Greek
1.
-
Greekυπερφόρτωση
2.
-
Greekμανία
3.
-
Greekυπεραλίευση
4.
-
Greekυπεροπτικός
-
Latinarrogans
5.
-
Greekπαραχαϊδεύω, κανακεύω, καλομαθαίνωπεριποιούμαι
6.
-
Greekιδεοληπτικός, ψυχαναγκαστικός
7.
-
Greekυστερία
8.
-
Greekματαιοδοξία
-
Latinvanitas
9.
-
Greekόργιο
10.
-
Greekυπερ-
11.
12.
-
Greekεγκρατής
13.
14.
-
Latinverbōsus
15.
-
Greekυπεραιμικός
16.
-
Greekχλιδή
17.
-
Greekνυμφομανής
18.
-
Greekηλίαση
19.
-
Greekταχύς
20.
-
Greekδιαχυτικός
21.
-
Greekσχολαστικότητα
22.
-
Latinnimis
23.
-
Greekεπίδειξη
24.
-
Greekαγχώδης διαταραχή
25.
-
Latinexcessive
26.
-
Greekπαραχαϊδεύω
27.
-
Greekφωτοφοβία
-
Latinphotophobia
28.
-
Greekπληθωρικός
29.
-
Greekαδηφαγία
30.
31.
-
Greekλογοδιάρροια
-
Greekλογοδιάρροια
32.
33.
-
Greekλαίμαργος
34.
35.
-
Greekματαιόδοξος
36.
-
Greekλόρδωση
37.
-
Greekφανατικός
English translator: Latin Greek excessive Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare