αντιμετωπίζω Greek - Thai
1.
-
Greekφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι
-
Thaineeded
2.
-
Greekαντιμετωπίζω
3.
-
Greekαντιμετωπίζω
4.
-
Greekαντιμετωπίζω
English translator: Greek Thai αντιμετωπίζω Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare