συνηθισμένος Greek - Persian
1.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Persianرایجشایعمعمول
2.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Persianرایجشایعمعمول
3.
4.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Persianرایجشایعمعمول
5.
6.
-
Greekσυνηθισμένος
7.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Persianرایجشایعمعمول
English translator: Greek Persian συνηθισμένος Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare