τοποθεσία Greek - Japanese
1.
2.
-
Greekτόποςτοποθεσία
3.
-
Greekτοποθεσία
4.
-
Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Japanese場所所
5.
-
Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,
-
Japanese場所所
6.
-
Greekτοποθεσία
7.
-
Greekτόποςτοποθεσία
8.
English translator: Greek Japanese τοποθεσία Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare