elektrik Azeri - Greek
1.
-
Greekηλεκτρικός
-
Greekηλεκτρικός
2.
-
Greekανεμιστήρας
3.
-
Greekηλεκτρικό ρεύμα
4.
-
Greekηλεκτρικός
5.
-
Azerielektrik
-
Greekηλεκτρισμός
6.
-
Greekκυλιόμενες σκάλες
7.
-
Greekηλεκτρικό ρεύμα
-
Greekηλεκτρικό ρεύμα
8.
-
Azerielektrik
-
Greekηλεκτρισμός
9.
-
Azerielektrik stulu
-
Greekηλεκτρική καρέκλα
10.
-
Greekανεμιστήρας
English translator: Azeri Greek elektrik Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare