klein Afrikaans - Greek
1.
-
Greekμικροσκοπικός
-
Greekμειωτικός
-
Greekυποκοριστικό
2.
3.
-
Greekκοντός
4.
-
Greekελάσσων, ασήμαντος
5.
-
Greekμικροσκοπικός
6.
-
Greekνησίδα
7.
8.
-
Greekταπεινός
9.
-
Greekμικροσκοπικός
-
Greekμειωτικός
-
Greekυποκοριστικό
10.
-
Greekμικρόςμηδαμινός
11.
-
Greekαδάμαστος
12.
-
Greekμικρόςμικροκαμωμένος
13.
-
Greekκοντός
14.
-
Greekμικρούτσικος, τοσοσδά
15.
-
Greekαπειροελάχιστος
English translator: Afrikaans Greek klein Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare