підкорятися Greek

3 translations
Translation Context Audio
υπακούω
common
🇺🇦 Він завжди підкоряється правилам.
🇬🇷 Αυτός πάντα υπακούει στους κανόνες.
🇺🇦 Діти повинні підкорятися батькам.
🇬🇷 Τα παιδιά πρέπει να υπακούουν στους γονείς.
everyday use
υποτάσσομαι
formal
🇺🇦 Країна підкоряється міжнародним договорам.
🇬🇷 Η χώρα υποτάσσεται σε διεθνείς συμφωνίες.
🇺🇦 Він підкорився наказу командира.
🇬🇷 Υποτάχθηκε στην εντολή του διοικητή.
formal
υποκύπτω
rare
🇺🇦 Він не хоче підкорятися своєму страху.
🇬🇷 Δεν θέλει να υποκύπτει στον φόβο του.
🇺🇦 Підкорятися спокусам небезпечно.
🇬🇷 Είναι επικίνδυνο να υποκύπτει κανείς στους πειρασμούς.
literary