laki Turkish - Greek
1.
-
Greekκώδικας
-
Greekκώδικας
-
Greekκωδικοποιώ
2.
-
Greekδιάβημα
3.
-
Turkishlaka
4.
-
Greekκώδικας
-
Greekκώδικας
-
Greekκωδικοποιώ
5.
-
Greekκορυφή
6.
-
Greekπλημμυρίδα
-
Turkishneeded
-
Greekπλημμυρίδα
-
Turkishneeded
7.
-
Greekδιάβημα
8.
-
Greekεκ του νόμου, ντε γιούρε, αυτοδικαίως
-
Greekεκ του νόμου, ντε γιούρε, αυτοδικαίως
9.
-
Greekδιάβημα
10.
-
Greekδιάβημα
11.
-
Greekκώδικας
-
Greekκώδικας
-
Greekκωδικοποιώ
12.
-
Greekμαιευτήριο
13.
-
Greekκώδικας
-
Greekκώδικας
-
Greekκωδικοποιώ
14.
15.
-
Greekδιάβημα
16.
-
Greekκώδικας
-
Greekκώδικας
-
Greekκωδικοποιώ
English translator: Turkish Greek laki Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare