vero Thai - Greek
1.
2.
-
Greekαληθινός
-
Greekαυθεντικός
-
Greekπραγματικός
3.
-
Greekναι
4.
-
Greekπράγματι, όντως, αληθινά, πραγματικά
-
Greekπραγματικά, αληθινά
-
Greekαλήθεια
5.
6.
-
Greekβασικά
7.
8.
9.
-
Greekαληθινός
-
Greekαυθεντικός
-
Greekπραγματικός
English translator: Thai Greek vero Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare