speed Thai - Greek
1.
-
Greekταχύτητα του φωτός
2.
-
Greekβραδύνω, σταματώ
3.
-
Greekεπιβράδυνση
4.
-
Greekρυθμός
5.
-
Greekπρώτη
6.
7.
8.
-
Greekβραδύνω, σταματώ
9.
-
Greekρυθμός
10.
-
Greekκυνηγώ, καταδιώκω
-
Thaiกวด
11.
-
Greekυπερηχητικός
12.
-
Greekκόμβος
13.
-
Greekταχύτητα
14.
-
Greekταχύς
15.
16.
-
Greekανεμόμετρο
17.
18.
-
Greekταχύτητα του ήχου
-
Thaiความเร็วเสียง
19.
-
Greek: όριο ταχύτητος
English translator: Thai Greek speed Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare