normal Thai - Greek
1.
-
Greekλιπαρός, παχύς
-
Thaiอ้วน
2.
-
Greekοικοτροφείο
3.
-
Greekά, ώς qualifier
4.
-
Greekκυρίαρχο ρεύμα
5.
6.
-
Greekευρεία οθόνη
7.
-
Greekυπέρβαση
8.
-
Greekέχω
9.
10.
-
Greekμπατζανάκης
11.
-
Greekπεριτετμημένος
12.
-
Thaineeded
13.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Thaineeded
14.
-
Greekπαθολογία
15.
-
Thaiสัมผัสที่หก
16.
-
Greekπεριτετμημένος
17.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Thaineeded
18.
-
Greekιδιώτης
19.
-
Greekκανονικότητα
20.
-
Greekπτητικός
-
Thaiลบเลือนได้
-
Greekπτητικός
-
Thaiลบเลือนได้
21.
-
Thaiที่สุด
22.
-
Greekπεριτετμημένος
23.
-
Greekβουτυρικό οξύ
24.
25.
-
Greekεξαίρεση
26.
-
Greekλαρυγγίζω
27.
-
Greekπαράξενος, παράδοξος, αλλόκοτος, περίεργος
28.
-
Greekανώμαλος
29.
-
Greekανάποδος
30.
-
Greekφυσιολογικός
-
Greekφυσιολογικός
-
Greekκάθετος
31.
-
Greekκοινός, συνηθισμένος
-
Thaineeded
32.
-
Greekσυνήθως
33.
-
Greekπαρέκκλιση
34.
-
Greekπαρέκκλιση
35.
-
Greekκοινός
36.
-
Greekκανονικότητα
37.
-
Greekκανονικά
38.
-
Thaiที่สุด
39.
40.
-
Greekαποσυμπιέζω
-
Greekαποσυμπιέζω
-
Greekαποσυμπιέζω
English translator: Thai Greek normal Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare