motor Thai - Greek
1.
-
Greekβενζίνη
-
Thaiเบนซิน, แกโซลีน, น้ำมัน
2.
-
Greekαυτοκίνητο
-
Thaiรถยนต์
3.
-
Greekντίζελ
4.
5.
-
Greekαυτοκίνητο
-
Thaiรถยนต์, รถ
6.
-
Greekράλι
7.
-
Greekμηχανή αναζήτησης
8.
-
Greekπιτ
9.
-
Greekμηχανήκινητήρας
-
Thaiเครื่องยนต์
-
Greekμηχανή
10.
-
Greekφορτηγό, φορτάμαξα, νταλίκα
-
Thaiรถบรรทุก
11.
-
Greekεκκινητήρας
-
Thaineeded
12.
-
Greekταχύτητα
13.
-
Thaineeded
14.
15.
16.
17.
-
Greekστροφορμή
18.
-
Thaiมอเตอร์ไซค์
19.
-
Greekιπποδρόμιο
20.
-
Greekσυμπαίκτης
21.
-
Greekράλι
22.
23.
-
Greekμοτοποδήλατο
-
Thaineeded
24.
-
Greekταχύτητα
25.
26.
-
Greekσαράβαλο
27.
28.
-
Greekκόρνα
29.
-
Greekμοτοποδήλατο
-
Thaiสกู๊ตเตอร์
30.
-
Greekκινητήρας
English translator: Thai Greek motor Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare