fundamental Thai - Greek
1.
2.
3.
-
Greekριζοσπαστικός
4.
-
Greekήθος
5.
-
Greekαξίωμα
6.
-
Greekστερεό
7.
-
Greekκεφαλαιώδης
8.
-
Greekυποτυπώδης
9.
-
Greekθεμέλιο
-
Greekθεμελιώδης
10.
-
Greekστοιχειώδης
-
Greekστοιχειώδης
11.
-
Greekκεφαλαιώδης
12.
-
Greekθεμελιώδης
13.
-
Greekηλεκτρομαγνητισμός
-
Thaiแม่เหล็กไฟฟ้า
14.
-
Greekγράφημα
15.
-
Greekαιρετικός
16.
-
Greekαρχή
17.
-
Greekφονταμενταλιστής
18.
-
Greekαγκώνας
19.
-
Greekυπερσυμμετρία
-
Thaiสมมาตรยิ่งยวด
20.
-
Greekραχοκοκαλιά
21.
-
Greekγεγονός
22.
23.
-
Greekφονταμενταλισμός
24.
-
Greekφιλοσοφία
25.
-
Greekστοιχειωδώς
26.
-
Greekαξίωμα
27.
-
Greekφιλοσοφία
English translator: Thai Greek fundamental Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare