స్థిర Swedish - Greek
1.
-
Greekστατικός ηλεκτρισμός
-
Greekστατικός ηλεκτρισμός
2.
-
Greekσταθερός, ευσταθής
-
Swedishstabil
3.
-
Greekστατικός ηλεκτρισμός
-
Greekστατικός ηλεκτρισμός
English translator: Swedish Greek స్థిర Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare