handle Spanish - Greek

1.

  • Greekπραγματεύομαι

  • Spanishtratado


  • Greekφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι

  • Spanishtratar


  • Greekυποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός

  • Spanishtratar


2.


3.


4.


5.


6.


7.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


8.


9.


10.


11.


12.


13.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


14.


15.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


16.

  • Spanishprocesar, tratar


17.


18.


19.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


20.


21.


22.


23.


24.


25.


26.

  • Greekπαίζω με, σκέπτομαι να


27.


28.

  • Greekπράττω, ενεργώ, δρω


29.


30.


31.


32.





English translator: Spanish Greek handle  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare