mort Kwak'wala - Greek
1.
-
Greekθανατική καταδίκη
2.
-
Greekqualifierel
-
Greekεκλιπών
3.
-
Greekψοφίμι
4.
-
Greekνεκρά
5.
-
Greekνεκρός, πεθαμένος, ψόφιος
-
Greekνεκροί
6.
7.
-
Greekνεκρός, πεθαμένος, ψόφιος
-
Greekνεκροί
8.
-
Greekθανατική καταδίκη
9.
-
Greekνεκροκρέβατο
10.
11.
-
Greekθνησιγενής, νεκρογέννητος
-
Greekθνησιγενής
12.
-
Greekνεκρός, πεθαμένος, ψόφιος
-
Greekνεκροί
13.
-
Greekάγγελος θανάτου
14.
-
Greekεργολάβος κηδειών
15.
16.
-
Greekμετά θάνατον ζωή
17.
18.
-
Greekοδύνηαγωνίαμαρτύριο
19.
20.
-
Greekκουκουβάγια
English translator: Kwak'wala Greek mort Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare