general Kwak'wala - Greek
1.
-
Greekμουσικός
2.
-
Greekχώμα
3.
-
Greekδιαιτητής
4.
-
Greekπλαίσιο
5.
-
Greekσύγκρουση
6.
-
Greekευρετικός
7.
-
Greekουδός
8.
-
Greekαρχηγείο
9.
-
Greekεις υγείαν, στην υγειά
10.
-
Greekρούδι
11.
-
Greekγυμναστική
12.
-
Greekβρώμικοςλερωμένος
13.
-
Greekοροθεσία
14.
-
Greekqualifierel
15.
-
Greek(extension) -σει, να
-
Greekπρος, σε
16.
-
Greekξάδερφος
17.
-
Greekαγελαδάρης
18.
-
Greekγλυκό
19.
-
Greekυποδύομαι
20.
-
Greekρολόι
21.
-
Greekδιχόνοιαέριδα
22.
-
Greekγενικά
23.
-
Greekαλληλούια
24.
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekστρατηγός, πτέραρχος qualifier
25.
-
Greekκαθόλου
26.
27.
-
Greekγάτος
28.
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekστρατηγός, πτέραρχος qualifier
29.
-
Greekσκεπτικισμός
30.
-
Greekδίαιτα
31.
-
Greekκοινό
32.
-
Greekγρίπη
33.
-
Greekδημοψήφισμα
34.
-
Greekπιπεριά
35.
-
Greekαξιωματούχος
36.
-
Greekπόρος
37.
-
Greekκοινό
38.
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekστρατηγός, πτέραρχος qualifier
39.
-
Greekφάουλ
40.
-
Greekγαρίδα
41.
-
Greekπερεστρόικα
42.
-
Greekεραστής
43.
-
Greekυποδύομαι
44.
45.
46.
-
Greekδορυφορική
47.
48.
-
Greekκοσμοείδωλο
49.
50.
-
Greekλόγος διαστάσεων
51.
-
Greekβολιδοσκοπώ
52.
-
Greekμπατζανάκης
53.
-
Greekπαραπλάνηση
54.
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekστρατηγός, πτέραρχος qualifier
55.
-
Greekκολατσιό
56.
-
Greekσυνάντηση
57.
-
Greekπεριβόλι
58.
-
Greekπευκοβελόνα
59.
-
Greekταξίαρχος
60.
-
Greekανθρωποκτονία
61.
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekγενικός
-
Greekστρατηγός, πτέραρχος qualifier
62.
-
Greekδορυφορική
63.
-
Greekυποδύομαι
English translator: Kwak'wala Greek general Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare