brut Kwak'wala - Greek
1.
-
Greekβρώμικοςλερωμένος
2.
-
Greekθόρυβος
3.
-
Greekκτήνοςθηρίο
-
Greekκτηνάνθρωπος
4.
-
Greekακατέργαστος
5.
-
Greekπαράβαση
6.
-
Greekακατέργαστος
-
Greekάξεστος
-
Greekανεπεξέργαστος
7.
-
Greekβρωμερόςρυπαρός
8.
-
Greekαργό πετρέλαιο
9.
-
Greekακατέργαστος
-
Greekάξεστος
-
Greekανεπεξέργαστος
10.
-
Greekήρεμος
11.
-
Greekακαθάριστος
12.
-
Greekκτηνώδηςζωώδης
13.
-
Greekάξεστος
14.
-
Greekακαθάριστος
English translator: Kwak'wala Greek brut Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare