natural Kwak'wala - Greek
1.
-
Greekδύναμησθένος
2.
3.
-
Greekλεκάνη
4.
-
Greekκύστη
5.
-
Greekβανίλια
6.
-
Greekύφεση
7.
-
Greekδύναμησθένος
8.
-
Greekγέφυρα
9.
-
Greekακατέργαστος
10.
-
Greekπεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώνω
11.
-
Greekδύναμησθένος
12.
-
Greekδεξαμενή
-
Greekυδροταμιευτήρας
13.
-
Greekδύναμησθένος
14.
-
Greekπεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώνω
15.
-
Greekπρώτος αριθμός
16.
-
Greekφυσικός
17.
-
Greekθωράκιση
18.
-
Greekπλημμυρίδα
-
Greekπλημμυρίδα
19.
-
Greekμάγος
20.
-
Greekδορυφορική
21.
-
Greekοργανικός
22.
-
Greekφυσική επιλογή
23.
-
Greekδύναμησθένος
24.
-
Greekχάρισμα
25.
-
Greekδορυφορική
26.
-
Greekπεθαίνω, αποθνήσκω, αποβιώνω
27.
-
Greekγέφυρα
28.
29.
-
Greekαφύσικος
30.
-
Greekπεριβάλλον
31.
-
Greekσυντηρητικό
32.
-
Greekαπόθεση
33.
-
Greekμάγος
34.
-
Greekκένωση
35.
-
Greekακατέργαστος
-
Greekακατέργαστος
36.
-
Greekαναπαραγωγή
37.
-
Greekερημιά
38.
-
Greekσκιά
39.
-
Greekλίπασμα
40.
-
Greekφυσιοδίφης
-
Greekφυσιοκράτης
41.
-
Greekακατέργαστος
-
Greekακατέργαστος
42.
English translator: Kwak'wala Greek natural Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare