trata Japanese - Greek
1.
-
Greekδιαπραγματεύομαι
-
Greekμιλώ
-
Greekπραγματεύομαι
-
Greekφέρομαι, συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι, αντιμετωπίζω, χειρίζομαι
-
Greekυποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός
-
Greekεπεξεργάζομαι, κατεργάζομαι
-
Greekκερνάω, φιλεύω
-
Japanese奢る
-
Greekκέρασμαδώρο
2.
-
Greekθεραπεύω, γιατρεύω
3.
-
Greekθεραπεύω, γιατρεύω
4.
-
Japanese取引
5.
-
Greekδουλεμπόριο
-
Japanese人身売買
English translator: Japanese Greek trata Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare