гла́вный Greek - Welsh
1.
-
Greekέδρα
2.
-
Greekκύριος
3.
-
Greekπρωταγωνιστής
4.
-
Greekκεφαλαιώδης
-
Greekκεφαλαίος
5.
-
Greekειδικότητα
6.
-
Greekκεφαλαιώδης
-
Greekκεφαλαίος
7.
-
Welshallweddol
8.
-
Greekαίθουσα αναμονής
9.
-
Greekπρωταρχικός
10.
-
Greekειδικότητα
11.
-
Greekειδικότητα
English translator: Greek Welsh гла́вный Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare