oral Greek - Thai
1.
-
Greekπίπα
2.
-
Greekστοματικός έρωτας
-
Greekστοματικός έρωτας
3.
-
Greekαιδοιολειξία
4.
5.
-
Greekπρωκτολειξία
6.
7.
-
Greekκοινολεκτικός
-
Thaiภาษาปาก
8.
-
Greekλεκτικός
-
Greekπροφορικός
9.
-
Greekστοματικός
-
Greekπροφορικός
10.
-
Greekσχολιασμός
11.
-
Greekάγραφος
12.
13.
-
Greekπροφορικός
14.
-
Greekπαραίτηση
15.
-
Greekστοματικός
-
Greekπροφορικός
16.
-
Greekλεκτική επίθεση
17.
-
Greekκοινολεκτικός
-
Thaiภาษาปาก
English translator: Greek Thai oral Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare