functie Greek - Thai
1.
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekδιαδικασία
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekλειτουργία
2.
-
Greekχρήση
3.
-
Greekκυματοσυνάρτηση
4.
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekδιαδικασία
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekλειτουργία
5.
-
Greekλειτουργία
-
Greekλειτούργημακαθήκον
-
Greekσυνάρτηση
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekδιαδικασία
-
Thaiฟังก์ชัน
-
Greekλειτουργία
English translator: Greek Thai functie Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare