doctor Greek - Thai
1.
-
Greekυποβάλλω σε αγωγή, υποβάλλω σε θεραπεία, θεράπων ιατρός
2.
-
Greekιατρός
-
Thaiหมอ, แพทย์, เวช
-
Greekδιδάκτορας
-
Thaiดอกเตอร์
-
Greekθεραπεύω, γιατρεύω
3.
-
Greekοφθαλμίατρος
4.
-
Greekοδοντίατρος
-
Thaiทันตแพทย์
5.
-
Greekιατρός
-
Thaiหมอ, แพทย์, เวช
-
Greekδιδάκτορας
-
Thaiดอกเตอร์
-
Greekθεραπεύω, γιατρεύω
6.
-
Greekψυχίατρος
7.
-
Greekεξέταση
8.
-
Greekκομπογιαννίτης
9.
-
Greekκτηνίατρος
-
Thaiสัตวแพทย์
10.
11.
12.
-
Greekχειρουργός
13.
-
Greekδιδακτορικό
14.
-
Greekεπίσκεψη
15.
-
Greekιατρόςγιατρός
-
Thaiหมอ
16.
-
Greekιατρείο
17.
-
Greekασθενής
18.
-
Greekψυχολόγος
English translator: Greek Thai doctor Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare