main Greek - Korean
1.
-
Greekπανό
2.
-
Korean손바닥을 얼굴에 대다
3.
-
Greekτσαντάκι
4.
-
Greekκοτόσουπα
5.
-
Greekπρόσοψη
-
Greekεμπρόσθιοςμπροστινός
6.
7.
-
Greekπερπατώ, βαδίζω
-
Korean걷다
8.
-
Greekάτλας
9.
-
Greekολικής ανάθεσης
10.
-
Greekηπειρωτική χώρα
-
Korean본토
11.
-
Greekπρωταγωνιστής
12.
13.
-
Greekστόμιο υδροληψίας
14.
-
Greekμεταχειρισμένος
-
Koreanneeded
15.
-
Greekκρατώ
-
Greekκεντρικός πύργος
16.
-
Greekκύριο πιάτο
17.
-
Korean앙코르
18.
-
Greekξανά, από την αρχή, εκ νέου
-
Korean다시 한번다시
19.
-
Greekπάω
20.
-
Korean주요한
21.
22.
-
Greekηπειρωτικός
-
Greekηπειρωτικός
23.
-
Greekειδικότητα
-
Korean전공
24.
-
Greekωραίας
25.
-
Greekπαροιμιακός
26.
-
Greekμεγαλόσχημος
27.
-
Greekεξαρτημένος, υποτελής
28.
-
Korean특징
29.
-
Greekκλειδί
30.
-
Greekκύριος
31.
32.
-
Greekκρατώ
-
Greekκεντρικός πύργος
33.
-
Greekδημιουργικός
34.
-
Greekασυνάρτητος
35.
-
Korean예비의
36.
-
Korean지주회사
37.
-
Greekθέμα
38.
-
Greekφιλοδώρημα
-
Korean팁
English translator: Greek Korean main Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare