κατά Greek - Danish
1.
2.
-
Danishneeded
-
Greekτα υπέρ και τα κατά
3.
4.
-
Greekκατά μάνα κατά κύρη
5.
6.
-
Greekκατά γράμμα
7.
-
Greekκατά
8.
-
Greekκατά λέξη
9.
-
Greekκατάλ
10.
-
Greekκατά πλάτος
11.
12.
-
Greekπρώτα πρώτα, κατά κύριο λόγο, καταρχήν
13.
-
Greekκυριολεκτικά, κατά γράμμα
14.
-
Danishi, genne
-
Greekκατά τη διάρκεια
-
Danishi løbet a, i, under
-
Greekκατά τη διάρκεια
15.
16.
-
Greekκατά πολύ, μακράν
17.
-
Danishen gang imelle, indimelle
-
Greekκάπου-κάπου, κάθε τόσο, κατά διαστήματα, πού και πού
18.
-
Danishneeded
-
Greekκατά τη γνώμη μου
19.
-
Greekλέξη προς λέξη, επί λέξη, κατά λέξη
20.
English translator: Greek Danish κατά Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare