hely Greek - Afrikaans

1.


2.


3.


4.

  • Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,


5.

  • Greekτόπος, θέση, περιοχή, τοποθεσία, μέρος, σημείο,


6.

  • Greekστη μέση του πουθενά, στου διαβόλου τη μάνα


7.


8.





English translator: Greek Afrikaans hely  Eesti sõnaraamat   Español Traductor   Svenska Översättare