primer Estonian - Greek
1.
-
Estonianqualifieret
-
Greekπ.χ., παραδείγματος χάριν
2.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
3.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
4.
-
Estonianalgarv
-
Greekπρώτος αριθμός
5.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
6.
-
Greekαγνός
7.
-
Estonianpeaminister
-
Greekπρωθυπουργός
8.
-
Greekπρώτα πρώτα, κατά κύριο λόγο, καταρχήν
9.
-
Estoniannäiteks
-
Greekπαραδείγματος χάριν, φερ' ειπείν, για παράδειγμα, λόγου χάρη
10.
11.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
12.
13.
-
Greekπαράδειγμα
-
Greekπαράδειγμα
14.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
15.
-
Estonianqualifieret
-
Greekπ.χ., παραδείγματος χάριν
16.
-
Greekπερίπτωσηπερίσταση
-
Greekυπόθεσηπεριστατικό
-
Greekπερίπτωση
-
Greekυπόθεση
-
Greekκρούσμαπεριστατικό
English translator: Estonian Greek primer Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare