kuitenkin Estonian - Greek
1.
-
Greekούτως ή άλλως, όπως και να έχει, εν πάση περιπτώσει, έτσι κι αλλιώς
2.
-
Greekεν τούτοις, παρά ταύτα, ωστόσο
3.
-
Greekωστόσο, μολαταύτα, μολοντούτο, παρ' όλα αυτά, εν τούτοις
English translator: Estonian Greek kuitenkin Eesti sõnaraamat Español Traductor Svenska Översättare